- παρατοξευσις
- παρατόξευσιςπαρα-τόξευσις-εως ἥ (sc. τῶν ὀφθαλμῶν) стреляние глазами в сторону, т.е. подсматривание Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρατόξευσις — a casting side glances fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατόξευσις — ἡ, ΜΑ μσν. τόξευση βέλους μακριά από τον στόχο, αστοχία στην τόξευση αρχ. 1. εκτόξευση προς τα πλάγια 2. μτφ. ρίψη λοξών, πλάγιων βλεμμάτων, πονηρό λοξοκοίταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τοξεύω] … Dictionary of Greek